- ευπάτωρ
- εὐπάτωρ, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπατρίδης2. καλός πατέρας3. αυτός που αγαπά τον πατέρα, φιλοπάτωρ («Πτολεμαῑος ὁ εὐπάτωρ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πατωρ (< πατήρ), πρβλ. α-πάτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Εὐπάτωρ — a good father masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάτωρ — a good father masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπάτορα — Εὐπάτωρ a good father masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάτορα — εὐπάτωρ a good father masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπάτορι — Εὐπάτωρ a good father masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάτορι — εὐπάτωρ a good father masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπάτορος — Εὐπάτωρ a good father masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάτορος — εὐπάτωρ a good father masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Антиох V Евпатор — В Википедии есть статьи о других людях с именем Антиох. Антиох V Евпатор Αντίοχος Ε Ευπάτωρ … Википедия
Митридат VI — Евпатор др. греч. ΜΙΘΡΑΔΑΤΗΣ Στ Ευπάτωρ … Википедия